- θωρακοδρόμων(ας)
- οναυτ. παλαιός τύπος θωρακισμένου ατμοκίνητου πλοίου που έφερε βοηθητική ιστιοφορία δρόμωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, -κος + δρόμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στο Ημερολόγιον Εστίας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θωρακοφρεγάτα — η βλ. θωρακοδρόμων … Dictionary of Greek
θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek